ακαταρτισιά

ακαταρτισιά
η [ακατάρτιστος]
η ιδιότητα τού ακατάρτιστου, η αμορφωσιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακατάρτιστος — η, ο (Μ ἀκατάρτιστος, ον) αυτός που δεν έχει καταρτιστεί για κάτι, δεν έχει την απαιτούμενη προπαρασκευή «διὰ τὸ ἀκατάρτιστον αὐτών καὶ ἀσθενὲς τῆς πολιτείας» (Ειρην. 1106c) νεοελλ. εκείνος που έχει ελλιπή γνώση ή πλήρη άγνοια ενός αντικειμένου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”